- μέλπω
- (ΑM μέλπω)1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.)2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ.β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.)αρχ.1. μέσ. μέλπομαια) τραγουδώ με συνοδεία λύρας ή κιθάρας («μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῑος ἀοιδός, φορμίζων», Ομ. Οδ.)β) χορεύω και τραγουδώγ) ευφημώ2. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Μελπόμενοςπροσωνυμία τού Διονύσου στην Αθήνα3. φρ. «μέλπομαι Ἀρης»α) χορεύω ένοπλος προς τιμήν τού Άρηβ) μάχομαι πεζός.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το θ. μελπ- τού ρήματος με τη μετάπτωση μολπ- (πρβλ. μολπή) φαίνεται ότι έχει ΙΕ προέλευση, παρ' όλα αυτά δεν μπορεί να αναχθεί με βεβαιότητα σε ΙΕ ρίζα. Η σύνδεση τού ρήματος με τη ρίζα *mel- (πρβλ. μέλος) με παρέκταση -ρ- (πρβλ. χεττιτ. mald-«απαγγέλλω, αφηγούμαι») είναι αμφίβολη. Το ρ., τέλος, συνδέεται πιθ. με αρχ. ιρλδ. -molor «επαινώ, εκτιμώ» και κιμμερ. mawl «έπαινος». Εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Μελπομένη, Μολπαγόρας, Εύμολπος και ως β' συνθετικό στα συνθ. σε -μολπος.ΠΑΡ. μολπήαρχ.μέλπηθρα, μελπήτωρ.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) α) σε -μέλπω: αναμέλπωαρχ.επιμέλπω, προαναμέλπω, συναναμέλπω, υπαναμέλπωβ) σε -μολπος: εύμολποςαρχ.αιολόμολπος, αναξίμολπος, αντίμολπος, αρχεσίμολπος, ερασίμολπος, λιγύμολπος, οξύμολπος, σύμμολπος, φιλησίμολπος, φιλόμολπος].
Dictionary of Greek. 2013.